Οι Σιωπηλοί Σταθμοί – Ένα παραμύθι για μεγάλους
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα χτισμένη πάνω σε ράγες, υπήρχαν τρένα που ταξίδευαν ασταμάτητα. Έμοιαζαν με μεγάλα μεταλλικά κλουβιά, που διέσχιζαν πεδιάδες και βουνά, κουβαλώντας ανθρώπους γεμάτους όνειρα.
Οι ράγες ήταν παλιές, κάποτε μπορεί να υπήρξαν στιβαρές, μα πλέον είχαν γεμίσει ρωγμές. Οι σταθμάρχες, λιγοστοί, κουρασμένοι, νυσταγμένοι, έμοιαζαν με φρουρούς που είχαν ξεχάσει για ποιο λόγο κρατούσαν κλειδιά. Οι σηματοδότες δεν αναβόσβηναν όταν έπρεπε.
Και οι επιβάτες; Α ναι.. αυτοί δεν ρωτούσαν πολλά. Είχαν μάθει να εμπιστεύονται τα τρένα, τόσο πολύ – όσο εμπιστεύονται τα μικρά παιδιά, όποια αγκαλιά ανοιχτεί μπροστά τους.
Ένα βράδυ του Φλεβάρη, το τρένο αυτής της ιστορίας, ξεκίνησε το ταξίδι του. Μέσα στα βαγόνια του υπήρχαν φοιτητές που γελούσαν δυνατά παίζοντας χαρτιά, ενήλικες, ερωτευμένοι που έστελναν μηνύματα και χαμογελούσαν στα κρυφά σαν σχολιαρόπαιδα, άνθρωποι που γύριζαν σπίτι τους και άλλοι που δεν είχαν σπίτι, όμως ήλπιζαν στο μέλλον να έχουν. Όλοι τους διαφορετικοί και όμως, όλοι τους ίδιοι. Τραγική ειρωνεία.
Ταξιδιώτες μιας στιγμής που θα περνούσε στην αιωνιότητα.
Κανείς δεν ήξερε πως το τρένο αυτό είχε ξεκινήσει μια πορεία χωρίς επιστροφή. Οι παλιές ράγες έτριξαν προειδοποιητικά –σαν να ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί-, μα κανείς δεν τις άκουσε. Οι σηματοδότες προσπάθησαν να ουρλιάξουν, αλλά είχαν ξεχάσει πώς να “μιλούν”. Ο άνεμος έφερε ψιθύρους μέσα στη νύχτα: “Πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε...” αλλά οι φωνές, τα γέλια και οι συζητήσεις των επιβατών ήταν δυνατές και κάλυπταν όποιο άλλο ήχο ξεπηδούσε.
Και τότε, μέσα από το σκοτάδι, ένα δεύτερο τρένο φάνηκε να έρχεται. Ένα τρένο που τοποθετήθηκε πάνω στις ίδιες ράγες. Ένα τρένο που δεν σταμάτησε, γιατί δεν υπήρξε προειδοποίηση για να σταματήσει, να αλλάξει πορεία ή έστω μια ενημέρωση για να αποφευχθεί το κακό.
Μια σφοδρή πρόσκρουση και έπειτα φως. Το μέταλλο στριφογύρισε στον αέρα σαν φύλλο στον άνεμο. Τεράστιες φλόγες ξέσπασαν σαν άγρια θηρία. Και μέσα στις φλόγες, ακούστηκε μια φωνή. “Δεν έχω οξυγόνο.”
Έπειτα, κλάματα, ουρλιαχτά και σιωπή. Όμως αυτή η σιωπή δεν έμεινε για πολύ.
Τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα. Γονείς που έψαχναν τα παιδιά τους, εραστές που περίμεναν μηνύματα που δεν ήρθαν ποτέ, φίλοι που έβλεπαν τις ειδήσεις και αρνούνταν να πιστέψουν πως εκείνοι που γελούσαν μαζί τους λίγες ώρες πριν, είχαν χαθεί μέσα στη φωτιά και τις λαμαρίνες.
Μα ύστερα, η σιωπή που ακολούθησε ήταν τόσο βαριά, που η χώρα έσκυψε το κεφάλι και την “άκουσε”. Ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος. Βγήκε στους δρόμους κρατώντας χαρτιά με ονόματα, ονόματα που δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να έχουν γίνει σκιές. Οι δρόμοι γέμισαν με ανθρώπους που δεν δέχτηκαν να αφήσουν τις φωνές να χαθούν. Οι σιωπηλοί σταθμοί, που τόσα χρόνια είχαν ξεχάσει να μιλούν, ξαφνικά απέκτησαν στόμα.
Και άρχισαν να λένε ιστορίες…
Ιστορίες Για ράγες ξεχασμένες.
Ιστορίες Για λάθη που επαναλαμβάνονταν.
Ιστορίες Για ανθρώπους που μπορούσαν να είχαν προλάβει, να είχαν προβλέψει, αλλά δεν το έκαναν.
Οι φωνές αυτές ένωσαν κάποιες άλλες ράγες, τις ράγες της αλήθειας. Και όσο πιο δυνατά φώναζαν οι άνθρωποι, τόσο πιο πολύ έτρεμαν εκείνοι που είχαν μάθει να μένουν στη σιωπή. Και οι πόρτες που κάποτε έκλειναν, τώρα άνοιξαν διάπλατα, αφήνοντας το φως να μπει.
Χρειάστηκε χρόνος πολύς. Χρειάστηκαν δάκρυα.
Χρειάστηκε η νύχτα εκείνη να γίνει τραγούδι, ιστορία, ψίθυρος που δεν ξεχνιέται.
Χρειάστηκε αυτοί που δεν είχαν αμφισβητήσει ποτέ κανέναν, να αναρωτηθούν πως έφτασαν τα πράγματα μέχρι εδώ.
Χρειάστηκε αυτοί που αμφισβητήθηκαν, να αναγκαστούν να δώσουν εξηγήσεις για πράξεις και παραλείψεις τους.
Χρειάστηκε να γίνουν πολλά και μάλιστα κάποια από αυτά χρειάστηκε να γίνουν για πρώτη φορά. Αλλά έτσι η χώρα δεν ξέχασε.
Και σιγά-σιγά, οι ράγες ξαναχτίστηκαν, όχι πια σαν αόρατα μονοπάτια ντροπής, αλλά σαν δρόμοι φτιαγμένοι από ευθύνη, ασφάλεια, σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Και όταν, μετά από καιρό, τα τρένα κύλησαν ξανά στις ράγες, τίποτα δεν ήταν όπως πριν.
Και κάπου εκεί, στις ράγες και στους σταθμούς που κάποτε έπεσε σιωπή, στέκει πλέον μια πινακίδα που γράφει: “Δικαιοσύνη“. Γιατί αυτή τη φορά, οι άνθρωποι της χώρας έμαθαν να θυμούνται. Και να μην σωπαίνουν.
Και αυτός ήταν από μόνος του, ένας σπουδαίος λόγος, για να πούμε -αντί επιλόγου-, ότι επιτέλους, οι σιωπηλοί σταθμοί γέμισαν ξανά με φωνές, φωνές χαρούμενες.–
“Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα, Σαλονίκη
Μια πόλη χτίσαμε μαζί
Κι ακόμα ζω στο νοίκι
Έπεσα να σ’ ονειρευτώ
Σε ψάθα από φιλύρα
Κι είδα πως βγάζει η νύχτα φως
Και τ’ όστρακο πορφύρα”
Τέμπη 28/02/2023
Aspa T.
Leave feedback about this
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.