Φθόνος … και Αισώπου Μύθοι
Είμαι έτοιμη, να δηλώσω -και πέστε να με φάτε- ότι ο Αίσωπος, σαν παιδί, μου ήταν καθόλα αντιπαθής, γιατί μου έλεγαν «ώρα για παραμύθι» αλλά στα αυτιά μου δεν ηχούσε σαν κλασσικό παραμύθι. Ε εντάξει…. Αντιλαμβάνεσαι γιατί…Παιδί των 90s και έχω μεγαλώσει με Disney. Οι μύθοι του Αισώπου, δεν είχαν ούτε μισή πριγκίπισσα, ούτε ένα κάστρο της προκοπής. Κάτι χελώνες, κάτι βοσκούς, αλεπούδες, ποντίκια, λαγούς…meh!
Επομένως, όταν έβλεπα τον πατέρα μου να μου φέρνει εκείνο το βιβλιαράκι με τους Μύθους του Αισώπου, έκοβα λάσπη, ή φρόντιζα να αποκοιμιέμαι απευθείας, για να γλιτώσω το «πες μου τι κατάλαβες» που ερχόταν κατά πάνω μου, μετά από το φινάλε κάθε μύθου. Ήλπιζα ότι αν κοιμόμουν, στα όνειρα μου, θα ήμουν πιο τυχερή και θα έβλεπα παραμύθια, όπως αυτά που μου άρεσαν, με όμορφες πριγκίπισσες, φανταχτερά φορέματα, πλουμιστά γοβάκια και ξανθούς πρίγκηπες με γαλάζια μάτια.
Πρόσφατα, σε μία εξερεύνηση στην παλιά παιδική μου βιβλιοθήκη, το μάτι μου έπεσε σε αυτό το παρεξηγημένο (από εμένα) βιβλίο των παιδικών μου χρόνων: στους Μύθους του Αισώπου και άρχισα να ξεφυλλίζω και να διαβάζω. Όταν τελείωσα, κατάλαβα ότι αυτή η αστείρευτη πηγή σοφίας και λαϊκής παρατήρησης, μας έχει χαρίσει μύθους που εξηγούν την ανθρώπινη φύση καλύτερα από οποιοδήποτε διδακτορικό στην ψυχολογία, κι ας μην το καταλάβαινα όταν ήμουν μικρή.
Ένας λοιπόν από τους μύθους του Αισώπου και συγκεκριμένα ο μύθος με τίτλο, «Το Φίδι και η Πυγολαμπίδα», είναι ό,τι πρέπει για να αναλύσουμε το πιο τοξικό, το πιο αχρείαστο και συνάμα το πιο διαδεδομένο ανθρώπινο συναίσθημα: τον φθόνο. Αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα, που είναι μία καταστροφική εξέλιξη της ζήλιας και καταλήγει να γίνεται έκφραση θλίψης. Αυτό το συναίσθημα, που αν του δίναμε μορφή, θα ήταν σίγουρα ένα πράσινο κοντό ανθρωποειδές, στραβομουτσουνιασμένο, που σιχτιρίζει, τσιτσιρίζει και ψάχνει να βρει ποιον θα κυριεύσει, ώστε να βασανίσει τον ίδιο αλλά και όσους τον περιτριγυρίζουν.
Για να έχουμε το feedback όμως και να το πάρουμε σωστά από την αρχή, για όσους δεν θυμούνται το μύθο (ή βαριούνται να τον γκουγκλάρουν), η ιστορία πάει κάπως έτσι:
«Ένα φίδι καταδιώκει μανιωδώς μια πυγολαμπίδα. Τη μία μέρα, τη δεύτερη, την τρίτη… Η πυγολαμπίδα, καταϊδρωμένη, τελικά σταματά και ρωτάει το φίδι:
— «Σε έχω πειράξει;»
— «Όχι.»
— «Σου έχω κάνει κακό;»
— «Όχι.»
— «Τότε γιατί με κυνηγάς να με φας;»
— «Γιατί λάμπεις.»
Και κάπου εδώ, μωράκια, έχουμε την πιο περιεκτική και την πιο άβολα ειλικρινή περιγραφή του φθόνου.
Ο φθόνος δεν έχει καμία σχέση με αδικία, δεν αφορά το δίκαιο ή το άδικο, δεν έχει να κάνει με κάτι που έκανες ή δεν έκανες. Ο φθόνος «ταΐζεται» απλά και μόνο επειδή… υπάρχεις και επειδή υπάρχεις, ενοχλείς τους φθονερούς ερασιτέχνες δικαστές και επαγγελματίες μίζερους.
Ο φθόνος είναι το αγαπημένο χόμπι των μετρίων. Δεν χρειάζεται να έχεις κάποιος δεξιότητες, δεν απαιτεί πτυχία, ούτε ιδιαίτερη προσπάθεια. Το μόνο που χρειάζεται ο φθόνος όταν σε κυριέψει, είναι να βρεις κάποιον που σε ξεπερνά (και αυτό δεν είναι καν δύσκολο, αν είσαι φθονερός), να βάλεις μπρος την εσωτερική μηχανή μιζέριας σου και να παράγεις λίτρα αγνού, Π.Ο.Π. και έξτρα παρθένου δηλητηρίου.
Το «σίριαλ» του φθόνου έχει ένα κλασσικό και εικονογραφημένο σενάριο ανά τους αιώνες. Σε μειώνουν: «Έλα μωρέ, δεν έκανε και τίποτα σπουδαίο.», Διαδίδουν φήμες: «Εγώ δεν έχω πρόβλημα με αυτόν/ήν, αλλά άκουσα ότι…». Περιμένουν στη γωνία και στην πρώτη στραβοτιμονιά ορμάνε και να αναφωνούν με δαιμονική χαρά: «Είδες; ΔΕΝ ήταν τόσο καλή τελικά!».
Οι φθονεροί τύποι είναι κάτι σαν τις κατσαρίδες.
Θα τους βρεις παντού και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί. Για σκέψου. Σίγουρα έχεις συναντήσει κάποιους.. Ίσως σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι, από αυτά τα μεγάλα, τα ωραία, που στο τέλος δεν μιλάει άνθρωπος σε άνθρωπο, στο γραφείο, στα social media, ή δυστυχώς ακόμα και μέσα σε μία φιλική παρέα.
Θα μου πεις βέβαια εσύ, ωραία η αναλυτική παράθεση παραδειγμάτων. Αλλά, στην πράξη τι κάνουμε; Μήπως πρέπει να κάτσω στη γωνίτσα μου; Να μην προκαλώ, να μην κάνω εντύπωση, να μην εξελίσσομαι, να περνάω απαρατήρητος, για να με ξεχάσουν και να σταματήσουν να ασχολούνται μαζί μου;
Αχ…αχ…αχ!!! Αν η λύση στο πρόβλημα, ήταν να “σβήσει” το δικό σου φως σου, τότε η ανθρωπότητα δεν θα είχε επωφεληθεί από όλες αυτές τις σπουδαίες προσωπικότητες, που έχουν προσφέρει σε όλους μας.
Όχι, λοιπόν. Αυτό είναι το ζητούμενο των φθονερών: να σε κάνουν να αισθανθείς άβολα, ενοχή και φόβο και κάπως έτσι με συνοπτικές διαδικασίες, να τους αδειάσεις τη γωνιά βάζοντας σε, στο καλούπι της μιζέριας τους.
Αλίμονο όμως, εάν η πυγολαμπίδα στο μύθο του Αισώπου, έσβηνε το φως της, γιατί ενοχλούσε η λάμψη της, το φίδι. Θα είχαμε γεμίσει φίδια και οι πυγολαμπίδες θα ήταν απλά εκθέματα, σε μουσεία φυσικής ιστορίας. Η λύση είναι απλή μα συνάμα και δύσκολη. Δύσκολη, γιατί απ´ όλα αυτά που έχω μάθει στα τριάντα-κάτι μου (δεν θέλω σχόλια), έχω συνειδητοποιήσει for sure, ότι τα αυτονόητα είναι αυτά που θέλουν την μεγαλύτερη προσοχή.
Κάποια στιγμή βρέθηκα στη θέση ενός ατέρμονου κυνηγητού, όπως αυτό της πυγολαμπίδας με το φίδι.
Δεν ξέρω αν έλαμπα – αλλά σίγουρα είχα ενοχλήσει. Σ’ αυτό λοιπόν το κυνηγητό, την πρώτη φορά που μου συνέβη, θέλησα να παραδοθώ. Ήμουν τρομαγμένη από το σφύριγμα του φιδιού και αποκαμωμένη. Θέλησα να τελειώσω το κυνηγητό, γιατί είχα κουραστεί. Ήθελα να με φάει το φίδι, να ησυχάσω. Ευτυχώς (για μένα), όταν ήμουν έτοιμη να τερματίσω το κυνηγητό, βρέθηκε «κάποιος» (μπορεί να ήταν ο Αίσωπος…ποιος ξέρει), να μου το απαγορέψει, με ανάγκασε να συνεχίσω το κυνηγητό. Τότε, δεν είχα καταλάβει ότι αυτός ο «κάποιος», με ώθησε να συνεχίσω το κυνηγητό για να πετάξω ψηλότερα, καθώς μόνο έτσι μπορούσα να γλιτώσω από το φίδι.. Μετά όμως.. μετά από αρκετό καιρό, κατάλαβα. Κατάλαβα ότι αναγκάστηκα να συνεχίσω το κυνηγητό, όσο ψυχοφθόρο ήταν τότε αυτό για μένα.. με ένα σκοπό. Να φτάσω πιο ψηλά, ώστε το φίδι να μην με βλέπει πια, για να το ενοχλώ.. και έτσι έκανα.. και όντως κάπως απρόσμενα, το φίδι με ξέχασε και σταμάτησε να με κυνηγάει, για να με χλαπακιάσει.
Τώρα θα μου πεις εσύ «μιλάς με γρίφους γερόντισσα» και θα ‘χεις και δίκιο, γιατί, τι να καταλάβεις και εσύ από όλα αυτά που εγώ έχω στο μυαλό μου, ενώ σου αναφέρω μόνο ελάχιστα; Αλλά θα προσπαθήσω να εξηγήσω.
Η σκέψη, που στο τέλος για ΄μένα έγινε τακτική, είναι ότι σε ένα κυνηγητό με ένα φθονερό άνθρωπο, η λύση δεν είναι να παραδόσεις τα όπλα. Ούτε να συνεχίσεις το ατέρμονο κυνηγητό με σκοπό να τον προκαλείς. Η λύση είναι να αποσυνδεθείς και να πετάξεις ψηλά. Να μην σε επηρεάζουν οι πράξεις, τα λόγια και τα τεχνάσματα του φθονερού ανθρώπου. Να συνειδητοποιήσεις ότι, ο καθένας εκπληρώνει τον δικό του σκοπό σ’ αυτή τη ζωή – η οποία μεταξύ μας, είναι πολύ μικρή για να δίνεις σημασία σε φίδια-.
Δεν χρειάζεται να «κρύβεις» την εξέλιξη σου, για να μη «νιώσουν άσχημα» οι άλλοι, αλλά ούτε να την «διατυμπανίζεις» για να μαζεύονται επί τούτου, τα φίδια γύρω σου. Ουσιαστικά συνέχισε να κάνεις αυτό που έκανες και εξέλιξε το, αλλά όχι για τους άλλους. Μόνο για ‘σένα. Μόνο έτσι θα αποσυνδεθείς, θα ανέβεις ακόμα πιο ψηλά, και όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο λιγότερο θα ακούς το τρομακτικό σφύριγμα των φιδιών από κάτω.
Στη τελική, αν θες να μάθεις και κάτι πιο παρηγορητικό, το παράδοξο με τον φθόνο είναι, ότι τελικά τιμωρεί τον ίδιο τον φθονερό.
Και αν με ρωτάς, δεν υπάρχει πιο αυτοκαταστροφικό συναίσθημα.
Ο φθόνος μωράκια, είναι σαν να πίνεις εσύ δηλητήριο και να περιμένεις να πεθάνει ο άλλος. Οι φθονεροί περνούν τη ζωή τους, τρώγοντας την ίδια τη ψυχή τους με το κουτάλι, ενώ εσύ, αν καταφέρεις και αποσυνδεθείς, μπορείς να τους παρακολουθείς χαμογελαστός– έχοντας βουτήξει ολόκληρος στη μαρμίτα της αφθονίας και της χαράς-.
Και για να στο δώσω πιο λιανά, (I am serving now), θέλω πραγματικά να αναρωτηθείς αν αξίζει –μετά από όσα έχεις πετύχει και μετά απ’ όσο έχεις κοπιάσει-, να δειλιάσεις και να τρέξεις να κρυφτείς, απλά γιατί σε κυνηγάνε φίδια που σέρνονται ενώ εσύ ήδη πετάς;
Άναψε τσιγάρο, (όχι vape), σκόρπισε λίγο θειάφι να φύγουν τα φίδια και κάν’ το όπως η Ασπασία (όχι εγώ) στο Dolce Vita: Άι γουίλ σαρβάιβ… να να να να.. άι σαρβαιβ, άι σαρβάιβ….
Until we meet again… xx
Aspa T.
Leave feedback about this
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.